- σάγης
- σάσσωaor ind pass 2nd sg (homeric ionic)σάττωfill quite fullaor ind pass 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελλίσκη — και σελίσκη, η, Ν [σέλ(λ)α] 1. τμήμα τής σαγής σε σχήμα μικρής σέλας που χρησιμεύει για την συγκράτηση τής σαγής, τών ηνίων και τής ιππουρίδας πάνω στην ράχη τού υποζυγίου και το οποίο φέρει τις πεταλοθήκες 2. στρ. μικρή σέλα που τοποθετούσαν… … Dictionary of Greek
επαυχένιος — (Α ἐπαυχένιος, ον) [αυχήν] αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα τής σαγής τού αλόγου ή τού ημιόνου β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια ξύλινα… … Dictionary of Greek
ημίσταυρος — ο στρ. μικρό σιδερένιο κομμάτι που χρησιμοποιείται για να προσαρμόζει ελευθέρως τα διάφορα μέρη τής σαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ιπποσκευή — η το σύνολο τής σαγής τού ίππου, κν. τα χάμουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκευή «εξοπλισμός, στολή»] … Dictionary of Greek
κανθηλικός — κανθηλικός, ή, όν (Α) [κανθήλιον] αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» αξία σάγματος, σαμαριού όνου] … Dictionary of Greek
κεφαλοδέσμιον — κεφαλοδέσμιον, τὸ (ΑΜ) υποκορ. τού κεφαλόδεσμος μσν. το σύνολο τών εξαρτημάτων τής σαγής στο κεφάλι τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέσμιον (< δέσμιον), πρβλ. ζυγο δέσμιον, στηθο δέσμιον] … Dictionary of Greek
κουσκούνι — το μέρος τής σαγής τού ίππου, η υπουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kuskun] … Dictionary of Greek
λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… … Dictionary of Greek
λαιμαριά — η το περιλαίμιο τής σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά)] … Dictionary of Greek
λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… … Dictionary of Greek